Mας ενδιαφέρει το ύψος των επιτοκίων και γιατί;
Ένα από τα πιο συνηθισμένα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε όταν επιλέγουμε τις σημαντικότερες ειδήσεις της ημέρας για το newsletter μας είναι το αν πρέπει να περιλαμβάνουμε σε αυτές κάτι τόσο τεχνικό όσο το ύψος των επιτοκίων. Κι όμως! Το ύψος των επιτοκίων επηρεάζει άμεσα και με τρόπο μετρήσιμο την καθημερινότητά μας! Ζητήσαμε από την επενδυτική σύμβουλο Μαίρη Βενέτη να μας γράψει ένα explainer για το θέμα αυτό. Διαβάστε το!
Γράφει η Μαίρη Βενέτη*
Εισαγωγή: Η παρακολούθηση έστω σε γενικές γραμμές των εκτιμήσεων της Κεντρικής Τράπεζας για το επίπεδο των τιμών και την πορεία των επιτοκίων μας προσφέρει σημαντική πληροφόρηση ώστε να προγραμματίσουμε την κατανάλωση, την αποταμίευση, τις επενδύσεις και τα δάνεια μας, με τον πιο αποδοτικό για εμάς τρόπο.
Aν θέλαμε να περιγράψουμε με έναν απλοϊκό τρόπο την έννοια των επιτοκίων θα τα περιγράφαμε ως την «τιμή του χρήματος».
Σε ελαφρώς πιο εξειδικευμένη γλώσσα, τα επιτόκια είναι το κόστος που συνεπάγεται ο δανεισμός χρημάτων.
Εάν θελήσουμε να πάρουμε ένα δάνειο από κάποια τράπεζα, θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε για το επιτόκιο. Όπως και αντίστροφα. Η τράπεζα μας «πληρώνει» για τις αποταμιεύσεις μας, δηλαδή όταν η ίδια «δανείζεται» χρήματα από εμάς, έναν τόκο.
(Σ.Σ:η διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίων είναι και το κέρδος της τράπεζας).
Ποιος είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –ΕΚΤ- σε όλη αυτή τη διαδικασία;
Η γενικότερη αντίληψη ότι η ΕΚΤ καθορίζει τα επιτόκια που μας χρεώνονται για τα δάνειά μας ή τα επιτόκια που λαμβάνουμε για τις καταθέσεις μας δεν είναι ακριβής. Τα επηρεάζει μόνο ως έναν βαθμό, καθορίζοντας τα αποκαλούμενα βασικά επιτόκια ή επιτόκια «πολιτικής».
Πρόκειται για τα επιτόκια που προσφέρει η ΕΚΤ στις τράπεζες και επιφέρουν αλλαγές στο κόστος του δανεισμού τους από την ΕΚΤ.
Μετά όμως, οι τράπεζες με τη σειρά τους διαμορφώνουν ανάλογα την τιμολογιακή τους πολιτική σε δάνεια και καταθέσεις, ανάλογα και με την εσωτερική ζήτηση.
Όταν αλλάζει λοιπόν η ΕΚΤ τα βασικά επιτόκια, η μεταβολή αντανακλάται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε ολόκληρη την οικονομία, μεταξύ άλλων και στα τραπεζικά δάνεια, τα ενυπόθηκα δάνεια, τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων και άλλων επενδυτικών μέσων.
Γιατί παρεμβαίνει στα επιτόκια η Κεντρική Τράπεζα;
Υπό κανονικές συνθήκες, εάν ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός λόγω της υπερβολικής ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, μπορούμε να αυξήσουμε τα επιτόκια ούτως ώστε οι πιστώσεις να γίνουν πιο ακριβές. Με αυτόν τον τρόπο «ηρεμεί» η οικονομία μιας και αποθαρρύνεται η κατανάλωση και ενθαρρύνεται η αποταμίευση, ενώ την ίδια στιγμή κατευνάζονται οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό.
Εάν ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά χαμηλός, κάτι το οποίο συνέβαινε για πολύ καιρό πριν το 2020, τότε η Κεντρική Τράπεζα παρεμβαίνει μειώνοντας τα επιτόκια, ούτως ώστε οι πιστώσεις να γίνουν φθηνότερες και έτσι να δοθεί το κίνητρο για επενδύσεις και αύξηση της ζήτησης.
Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία βέβαια τα πράγματα έγιναν πιο πολύπλοκα, καθώς αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση κατά την οποία ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός, αλλά η οικονομία επιβραδύνεται. Ο λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός αυτή τη φορά πηγάζει από την πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης.
Οι τιμές αυξήθηκαν λόγω ότι μειώθηκε η προσφορά σε πολλά προϊόντα εξαιτίας των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενώ την ίδια στιγμή ανέβηκε κάθετα το κόστος της ενέργειας για έναν ολόκληρο χρόνο, με τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία σχεδόν να μηδενίζονται.
Πολλές επιχειρήσεις λοιπόν, σχεδόν αμέσως μετά την πανδημία συνάντησαν εκ νέου δυσκολίες στην εξασφάλιση υλικών, ανταλλακτικών και εργαζομένων, κάτι που είχε άμεσο αντίκρυσμα στην προσφορά.
Όταν όμως μειώνεται η προσφορά με τη ζήτηση σταθερή τότε ο πληθωρισμός μας χτυπά την πόρτα.Πόσο μάλλον αν η ζήτηση βαίνει αυξανόμενη. Αυτό βιώσαμε το 2023 και εξακολουθούμε να βιώνουμε και το 2024.
Θα αναρωτηθείτε βέβαια πώς η αύξηση των επιτοκίων στην οποία προχώρησαν οι Κεντρικές Τράπεζες μπορεί να λύσει προβλήματα σαν αυτά που περιγράψαμε παραπάνω. Για παράδειγμα τα υψηλότερα επιτόκια μπορούν να αναπληρώσουν για μια τεχνολογική εταιρεία την έλλειψη των ημιαγωγών;΄
Φυσικά και όχι. Αποθαρρύνουν όμως ως έναν βαθμό τη ζήτηση, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια διατηρούν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Βλέπετε, αν ως καταναλωτές εκτιμούμε ότι οι τιμές αύριο θα είναι ακόμα υψηλότερες, τότε καταναλώνουμε σήμερα περισσότερο, ώστε να επωφεληθούμε από τις χαμηλότερες τιμές. Αν δούμε όμως ότι επεμβαίνει η Κεντρική Τράπεζα ώστε να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, τότε μειώνουμε την κατανάλωση ώστε να επωφεληθούμε από τις καλύτερες τιμές που αναμένονται μελλοντικά.
Αυτό που πετυχαίνουν τα υψηλότερα επιτόκια λοιπόν είναι να διατηρούν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό υπό έλεγχο ή καλύτερα να εμποδίσουν την παγίωση των προσδοκιών για υψηλό πληθωρισμό.
Εάν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θεωρήσουν ότι ο υψηλός πληθωρισμός θα γίνει μόνιμο φαινόμενο, τότε αυξάνεται ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε έναν φαύλο κύκλο όπου οι εργαζόμενοι πιθανόν να ζητούν ολοένα και υψηλότερους μισθούς για να ανταπεξέλθουν στο κόστος ζωής και οι εργοδότες να μεταφέρουν το εργασιακό κόστος στον καταναλωτή αυξάνοντας τις τιμές.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «δίνη» μισθών-τιμών η οποία μπορεί να οδηγήσει την οικονομία σε έναν άκρως επικίνδυνο σπιράλ πληθωριστικών πιέσεων.
Επεμβαίνει λοιπόν η Κεντρική Τράπεζα αυξάνοντας τα επιτόκια, καθιστώντας τις πιστώσεις πιο ακριβές και τις αποταμιεύσεις πιο αποδοτικές, ώστε να αποτραπεί η «δίνη» μισθών τιμών και καταναλωτές και εργαζόμενοι να περιμένουν ότι οι τιμές θα υποχωρήσουν μεσοπρόθεσμα, μειώνοντας τη ζήτηση σήμερα.
Η επίδραση της νομισματικής πολιτικής στην καθημερινότητα μας
Η αποφάσεις της ΕΚΤ λοιπόν μας δίνουν μια πρώτη εικόνα για τις εκτιμήσεις της Κεντρικής Τράπεζας για τα επίπεδα τιμών στην Ευρωζώνη. Όταν διατηρεί υψηλά τα επιτόκια, σημαίνει ότι οι πληθωριστικές δυνάμεις θα επιμείνουν.
Όταν όμως τα μειώνει, όπως και αναμένεται να πράξει η ΕΚΤ τον Ιούνιο, τότε αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να αποκλιμακώνεται. (σ.σ: Nα διευκρινήσουμε ότι ο πληθωρισμός αφορά τη συνεχή αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών μιας οικονομίας σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Παύει να υφίσταται εάν αυτές παραμένουν σταθερές, ανεξαρτήτως εάν είναι υψηλές ή όχι).
Αν όλα πάνε καλά λοιπόν, το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων από το 4% σήμερα, θα αρχίσει να υποχωρεί, με στόχο να διαμορφωθεί στο 2% εως τα τέλη του 2025. Μία τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει τα επιτόκια που προσφέρουν οι τράπεζες σε καταθέσεις και δάνεια στην Ελλάδα και φυσικά αυτό είναι κάτι που μας αφορά και ως καταθέτες και ως δανειολήπτες.
Πώς επηρεάζονται τα καταθετικά προγράμματα;
H προσαρμογή των χαρτοφυλακίων των τραπεζών βάση των προσδοκιών για μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ έχει ήδη ξεκινήσει.
Στους λογαριασμούς προθεσμίας από τις αρχές του έτους έχουν καταργηθεί ορισμένα προϊόντα 24μηνης διάρκειας, ενώ έχουν μειωθεί οι αποδόσεις από κάποια πιστωτικά ιδρύματα σε προϊόντα 12 μηνών και άνω.
Την ίδια στιγμή όμως, έχουν καταγραφεί αυξήσεις επιτοκίων σε 6μηνες προθεσμιακές καταθέσεις.
Το επόμενο διάστημα λοιπόν η καμπύλη των επιτοκίων θα είναι αρνητική, δηλαδή θα προσφέρονται καλύτερες αποδόσεις στις πιο βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.
Από αυτές τις αλλαγές δεν επηρεάζονται όσοι έχουν ήδη δεσμεύσει τα χρήματά τους σε προθεσμιακή κατάθεση, καθώς το επιτόκιο είναι προκαθορισμένο για όλη την περίοδο της σύμβασης.
Για όσους επενδύουν σε ομόλογα, όταν αναμένεται μείωση επιτοκίων η ζήτηση για τις τρέχουσες εκδόσεις που έχουν μεγαλύτερο επιτόκιο αυξάνεται, κάτι που μπορούν να εκμεταλλευτούν και στη δευτερογενή αγορά.
Αν λοιπόν παρακολουθούμε τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής και τις προθέσεις της ΕΚΤ, τότε έχουμε το περιθώριο ως καταθέτες ή επενδυτές να επιλέξουμε το κατάλληλο προϊόν που θα μας εξασφαλίσει καλύτερη απόδοση στις αποταμιεύσεις μας.
Πώς επηρεάζονται τα υφιστάμενα και τα νέα δάνεια;
Όσοι αποπληρώνουν δάνεια με σταθερό επιτόκιο, δεν θα δουν καμία μεταβολή στις δόσεις τους για όλη τη διάρκεια ισχύος του.
Όσοι έχουν συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο όμως, τότε θα δουν τη δόση να μικραίνει όταν η ΕΚΤ προχωρήσει σε μείωση επιτοκίων. Για τα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, η μείωση στη δόση θα φανεί μετά τις αποφάσεις της.
Για όσα είναι συνδεδεμένα με τους δείκτες Euribor όμως, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι δείκτες προεξοφλούν τις κινήσεις της ΕΚΤ, οι δόσεις εκτιμάται ότι θα αρχίσουν να μειώνονται και λίγο νωρίτερα.
(Σ.Σ : Υπάρχουν πάντα και ειδικές περιπτώσεις όπως για παράδειγμα κάποιες κατηγορίες στεγαστικών δανείων που οι τράπεζες έχουν παγώσει τις δόσεις, κλειδώνοντας τους δείκτες αναφοράς στα επίπεδα του 2,8% – 2,9%).
Όσον αφορά τώρα τα νέα δάνεια, η μείωση του κόστους δανεισμού στην Ευρωζώνη θα επιτρέψει στις τράπεζες να προσφέρουν φθηνότερες χορηγήσεις. Όσοι εκτιμούν ότι οι μειώσεις θα συνεχίσουν δυναμικά, τότε θα επιδιώξουν ένα δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Όσοι εκτιμούν ότι υπάρχει το ενδεχόμενο μετά από μια βραχύβια μείωση να έχουμε ξανά αυξήσεις επιτοκίων, τότε θα επιδιώξουν ένα δάνειο με σταθερό επιτόκιο, ώστε να μη δουν σημαντική αύξηση στη μηνιαία δόση τους, όταν αυξηθεί ξανά το επιτόκιο αναφοράς.
Τελικά πρέπει να παρακολουθούμε τις αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών για τα επιτόκια;
Κάθε νοικοκυριό είναι μια οικονομική μονάδα και ως οικονομική μονάδα μπορεί να έχει ανάγκες αποταμίευσης, επένδυσης και δανεισμού. Το ίδιο ισχύει και για μια επιχείρηση. Ως εκ τούτου, αν και δεν χρειάζεται να «κρεμόμαστε» από τα χείλη των αξιωματούχων των Κεντρικών Τραπεζών όπως οι traders και οι διαχειριστές, εντούτοις η παρακολούθηση έστω σε γενικές γραμμές των εκτιμήσεων της Κεντρικής Τράπεζας για το επίπεδο των τιμών και την πορεία των επιτοκίων μας προσφέρει σημαντική πληροφόρηση, ώστε να προγραμματίσουμε την κατανάλωση, την αποταμίευση, τις επενδύσεις και τα δάνεια μας, με τον πιο αποδοτικό για εμάς τρόπο.
*Η κυρία Μαίρη Βενέτη είναι επενδυτικός σύμβουλος, διαχειρίστρια και αρθρογράφος στο Liberal Markets.
Aποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.