Γιώργος Μομφερράτος: «Η Δημοκρατία είναι βαμμένη και με το αίμα των θυμάτων της Τρομοκρατίας»

 

 

Από όλες τις φετινές επετειακές εκδηλώσεις και εκδόσεις για τη Μεταπολίτευση ως γεγονός αλλά και ως ιστορική περίοδος απουσίασαν παντελώς οι αναφορές στην Τρομοκρατία. Εμείς θεωρούμε ότι η Τρομοκρατία και ο τρόπος που η κοινωνία στάθηκε απέναντι στο φαινόμενο ήταν καθοριστικός για την αντίληψη της πολιτικής και των όρων πολιτικοποίησης αλλά και για την καλλιέργεια της ανοχής στην πολιτική βία.

Ζητήσαμε από τον Γιώργο Μομφερράτο, μέλος της ομάδας των συγγενών των θυμάτων της Τρομοκρατίας «Ως Εδώ!» να μας πει πως αντιμετωπίζει τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο, στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης αλλά και για τη σιωπή, φέτος στην επέτειο.

Ο πατέρας του Γιώργου Μομφερράτου, Νίκος Μομφερράτος,  εκδότης της εφημερίδας ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ,  δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» στις 21 Φεβρουαρίου 1985 με τέσσερις σφαίρες στην καρδιά, στη διασταύρωση των οδών Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ στο Κολωνάκι. Στην ίδια τρομοκρατική επίθεση τραυματίστηκε θανάσιμα και ο οδηγός του, Παναγιώτης Ρουσέτης.

Στη φωτογραφία βλέπετε τον Γιώργο Μομφερράτο, τον Μάρτιο του 2013, έξω από βιβλιοπωλείο της Αθήνας που πουλούσε το βιβλίο του καταδικασμένου Δημήτρη Κουφοντίνα, κρατώντας την πινακίδα «Το βιβλιοπωλείο αυτό πωλεί βιβλίο που διαφημίζει τη δολοφονία του πατέρα μου». Έχουμε κρατήσει στη μνήμη μας πολλά στιγμιότυπα από τη Μεταπολίτευση. Η εικόνα ενός ανθρώπου, θύματος της Τρομοκρατίας, να διαμαρτύρεται μόνος του, χωρίς καμία συμπαράσταση, είναι μια από αυτές.

 

  • κ.Μομφερράτε, είμαι σίγουρη ότι κι εσείς παρατηρήσατε ότι στο πλήθος των μέχρι τώρα επετειακών αφιερωμάτων αλλά και των συνεδρίων και των εκδηλώσεων που έγιναν, μέχρι τώρα, για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, απουσίασαν παντελώς οι αναφορές στην Τρομοκρατία.Πώς το εξηγείτε;Γιατί αποστρέψαμε το πρόσωπο από ένα τόσο σημαντικό φαινόμενο;



Η αλήθεια είναι ότι παρακολουθούσα τις ομιλίες και συζητήσεις των διαφόρων συνεδρίων περιμένοντας με αγωνία κάτι να ειπωθεί. Ματαίως: πλην μίας τολμηρής και συγκινητικής τοποθέτησης της Ρούλας Γεωργακοπούλου, δεν ειπώθηκε τίποτα.

Ενδεχομένως να θεωρείται ότι το θέμα είναι λήξαν: Βαφτίσαμε τους τρομοκράτες «ληστές και δολοφόνους», είπαμε και 100 φορές ότι υπήρξε «ανοχή» στις πρώτες δολοφονίες και αυτό ήταν, ξεμπερδέψαμε.  Αν βέβαια σκαλίσουμε λίγο παραπάνω, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι είναι ένα δύσκολο θέμα που θέλει μεγάλη δόση παρρησίας, και έτσι φαίνεται ότι προτιμάμε να μην το συζητάμε.

Ο κ.Μομφερράτος ασκεί το δημοκρατικό του δικαίωμα στην ειρηνική διαμαρτυρία αλλά είναι μόνος του.
Για εμάς, αυτή η φωτογραφία είναι ένα στιγμιότυπο από αυτά της Μεταπολιτευσης που δεν θα ξεχάσουμε.

 

 

Τι θα μπορούσε να αφορά μια συζήτηση για την Τρομοκρατία στο πλαίσιο της αποτίμησης της Μεταπολίτευσης;

Είναι πολυδιάστατο το θέμα με πολλές πτυχές και οπτικές. Εμένα πάντα με ενδιαφέρει περισσότερο η στάση της κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο αυτό, παρά η αστυνομική διάσταση ή τι τρέχει στο μυαλό των τρομοκρατών. 

Έτσι, θα έβαζα διάφορες ερωτήσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συζήτηση, όπως:

  • Γιατί άργησε 27 χρόνια η σύλληψη των τρομοκρατών της 17Ν;
  • Ενδιαφέρεται κανείς για 28 θύματα τρομοκρατίας για τα οποία δεν έχουν βρεθεί οι δολοφόνοι; (ειρήσθω εν παρόδω, είναι όλα θύματα της αριστερής τρομοκρατίας)
  • Υπάρχουν ένοχα θύματα τρομοκρατίας;
  • Γιατί έχουμε οδό Αξαρλιάν και όχι οδό άλλων θυμάτων (πλην Μπακογιάννη);
  • Γιατί αναφερόμαστε πάντα στον Αξαρλιάν και όχι στον Μάλλιο;
  • Ποια ήταν τα θύματα στην ζωή τους; 
  • Τρομοκρατούσε ή όχι η 17Ν;
  • Γιατί δημοσίευε ο τύπος τις προκηρύξεις;
  • Ηταν πολιτικά τα εγκλήματα;
  • Μήπως τα θύματα ήταν απλώς «κομπάρσοι» σε ένα έργο που δεν τους αφορούσε;
  • Γιατί υπάρχει ακόμα ανοχή στην βία;
  • Γιατί έχουμε το μοναδικό Σύνταγμα ανάμεσα σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες που περιέχει την έννοια του πολιτικού εγκλήματος και μάλιστα με ευνοϊκές ρυθμίσεις;
  • Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ψήφισε τον δεύτερο νόμο του για τους τρομοκράτες;
  • Γιατί δεν μετανιώνουν οι τρομοκράτες;
  • Ισχύει η θεωρία των δύο άκρων;
  • Πως άραγε να αισθάνονται οι μάνες των νεκρών θυμάτων;

 

 

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι η κοινή γνώμη έδειξε ανοχή απέναντι στην Τρομοκρατία. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η αίσθηση της ατιμωρησίας συνέβαλε καθοριστικά στο να ανεχτούμε, οι Έλληνες, την Τρομοκρατία. Εσείς εισπράξατε τη στάση της κοινής γνώμης;

Ναι, εκτιμώ και εγώ ότι η αίσθηση ατιμωρησίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην λεγόμενη «ανοχή» και έτσι λειτούργησε συναισθηματικά η τρομοκρατία. 

Βέβαια, τα περιθώρια «τιμωρίας» που είχαν οι πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και η Δικαιοσύνη, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Αλλά μάλλον είναι κατανοητό ότι κάπου έπρεπε να μπει μία γραμμή στην αποχουντοποίηση. Όχι μόνο γιατί αλλιώς θα μπορούσε να φυλακιστεί η μισή Ελλάδα, αλλά και γιατί υπήρχε και ο φόβος πραξικοπήματος (π.χ. «της πιτζάμας» τον Φεβ. του 1975). Αλλά η αίσθηση της ατιμωρησίας, που έχει περισσότερο συναισθηματικό παρά λογικό υπόβαθρο,  υπήρξε. Και εγώ προσωπικά αυτή την αίσθηση είχα. Θα τολμήσω να ομολογήσω, δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνω άλλωστε, ότι στις δολοφονίες Μάλλιου και Μπάμπαλη είχα αισθανθεί ικανοποίηση.  Αν προσθέσουμε και την δολοφονία του Welch, η τρομοκρατία έστησε το παραμύθι της: το παραμύθι των ενόχων θυμάτων για τα επόμενα 27 χρόνια.  

Νομίζω ο καθένας από τους συγγενείς εισέπραξε αυτή την «ανοχή» ή, επιτρέψτε μου να πω καλύτερα, εισέπραξε το «υπόγειο ρεύμα επιδοκιμασίας».   Εκτιμώ ότι τόσο οι συγγενείς των «επωνύμων» θυμάτων, όσο και των ανωνύμων εισέπρατταν αυτό το υπόγειο ρεύμα.  

Εκτός από μία γενικότερη αίσθηση, σημαντική μερίδα του τύπου αρθρογραφούσε με τρόπο φιλικό για τους τρομοκράτες ή αφήνοντας υπονοούμενα για τα θύματα, πολιτικοί υπερασπιζόντουσαν κατηγορούμενους για τρομοκρατία, η ψήφιση των λεγόμενων «τρομονόμων» συναντούσε σθεναρή αντίσταση από όλα τα κόμματα πλην ΝΔ, «αυτουνού του χρειάζεται μία 17Ν» ήταν μία έκφραση κοινός τόπος που θα άκουγες ενίοτε εδώ και εκεί. 

Αλλά και προσωπικά είχα εισπράξει αυτή την αίσθηση του παρία της κοινωνίας. Να δύο μικρά παραδείγματα: Όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας μου, υπηρετούσα την θητεία μου. Τότε (φαντάζομαι και σήμερα) όταν πέθαινε ένας γονιός, έδιναν άδεια για επτά μέρες «στην σημαία» (δηλαδή, χωρίς να προσμετρηθεί στις επίσημες άδειες). Την επομένη της δολοφονίας τηλεφώνησα στον αξιωματικό υπηρεσίας να επιβεβαιώσω ότι έχω μία εβδομάδα άδεια και με ενημέρωσε ότι είχε έντολές «άνωθεν» να επιστρέψω την επομένη της κηδείας.

 Άλλο περιστατικό: το 1998 ήθελε να με προσλάβει ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΤΕΒΑ, θυγατρικής της – τότε κρατικής – Εθνικής Τράπεζας, ως σύμβουλό του. Σιγά την τρομερή θέση. Και όμως καθυστέρησα να προσληφθώ πλέον του μηνός, μέχρι να δοθεί το πράσινο φως από τους όποιους πολιτικούς προϊσταμένους!

 

 

Ποιο είναι το κυρίαρχο αίσθημα που σας έχει μείνει; Είναι πιο πολύ απογοήτευση; Θυμός;



15 χρόνια μετά την δολοφονία του πατέρα μου, είδα την δημόσια παρουσία της γενναίας Χέδερ Σόντερς , και αισθάνθηκα πρώτη φορά ότι υπάρχει μία σημαντική μεταστροφή της κοινής γνώμης. Ημουν και εγώ έτοιμος και αποφάσισα να δραστηριοποιηθώ δημόσια με στόχο αφενός να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι η κοινή γνώμη απαιτεί πλέον την αποκάλυψη και σύλληψη των δραστών και αφ’ ετέρου όταν οι δράστες συλληφθούν (έδινα μικρές πιθανότητες τότε) να μην έχουν κανένα έρεισμα στην κοινωνία

Ταυτόχρονα με έπνιγε το δίκιο μου γιατί εγώ είχα ένα πατέρα που τον ήξερα όπως τον ήξερα και η δολοφονία του τον μετέφερε σε ένα κόσμο «κακών»: «κάτι θα έκανε», «καλά του κάνανε».  Είχε μπει δηλαδή ο Νίκος Μομφερράτος σε ένα συλλογικό υποσυνείδητο με ένα τεράστιο στίγμα. 

Δύσκολο όμως να αρχίσεις να υπερασπίζεσαι ένα-ένα τα θύματα, γιατί θα έφτανες στον Μάλλιο και στον Μπάμπαλη και ότι τυχόν και να μπορούσες να πείς, κανείς δεν θα σε άκουγε.  Άλλωστε αυτή είναι και η επιτυχία των τρομοκρατών: έβαλαν τα θύματα σε θέση άμυνας αφού η δολοφονία τους λειτουργούσε από μόνη της ως θέσφατο για την ενοχή τους. 

Ετσι λοιπόν θα έπρεπε ότι έλεγα και όποια θέση έπαιρνα να λειτουργεί εξ’ ίσου για τον πατέρα μου και για τον Μάλλιο. Είμαι συνδεδεμένος και έχω αγάπη και μεγάλη ενσυναίσθηση για τον ένα γιό του Μάλλιου, αλλά οφείλω να πω ότι δεν μου άρεσε η παρέα στην οποία είχε μπει ο πατέρας μου.  Αλλά είδα καθαρά ότι το θέμα μας δεν είναι τι έχουν κάνει ή δεν έχουν κάνει τα θύματα στην ζωή τους. Η σύνδεση τους ήταν ο τρόπος που πέθαναν και απλώς δεν μπορεί κανείς στο όνομα ιδεολογίας να σκοτώσει τον όποιον εχθρό κατασκευάζει.  Οποιος το κάνει γίνεται τελικά χειρότερος από την εικόνα που έχει φτιάξει για τον εχθρό του.  

Λίγο αυτονόητα αυτά που λέω, αλλά νομίζω ότι ακόμα εκεί είμαστε κολλημένοι ως κοινωνία.  Ποιος τολμά να βροντοφωνάξει ακόμα και σήμερα «κακώς δολοφονήθηκε ο Μάλλιος», και ακόμα περισσότερο ποιος τολμά να ζητήσει συγγνώμη από την οικογένεια του Μάλλιου επειδή κακώς επευφημούσε την δολοφονία του; Όταν το καταφέρουμε, θα έχουμε ίσως τελειώσει με την τρομοκρατία οριστικά.

Ετσι λοιπόν, είμαι ακόμα απογοητευμένος γιατί το στίγμα στα θύματα νομίζω ότι παραμένει. Ξέρετε, υπάρχει και ένας άλλος ύπουλος παράγων που μπαίνει στην μέση όταν κάποιος λέει/πιστεύει ότι το θύμα «κάτι θα έκανε». Οι δολοφονίες είναι άγριο πράγμα, δημιουργούν φόβο.  Αν πιστέψω λοιπόν ότι το θύμα είναι ένοχο, ότι κάτι έκανε, εγώ που είμαι αθώος είμαι ασφαλής και άρα διώχνω τον φόβο, δεν έχω λόγο να φοβάμαι.  

 

 

Σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, που έζησε την Τρομοκρατία των αυτονομιστικών κινημάτων, έτρεξαν προγράμματα «συμφιλίωσης» μεταξύ των οικογενειών των θυμάτων και των δραστών.Πως θα αντιμετωπίζατε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;



Νομίζω ότι είναι άλλη η μαζικότητα των αυτονομιστικών κινημάτων και κατά ένα τρόπο η «νομιμοποίησή τους». Για αυτό άλλωστε οι θύτες εκεί αναζήτησαν την συγχώρεση από τα θύματα, προϋπόθεση για συμφιλίωση. Αλλωστε πολλά θύματα και θύτες ήταν γνωστοί μεταξύ τους και υπάρχουν ιδιαίτερα συγκινητικές ιστορίες συμφιλίωσης (το βιβλίο Motherland/Patria είναι εξαιρετικό και έγινε και πολύ καλή τηλεοπτική σειρά). Εδώ έχουμε άλλες καταστάσεις.

 

 

Μην κρυβόμαστε, η πολιτική βία ήταν έντονη κατά τη Μεταπολίτευση, ιδιαίτερα την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης.Σύμφωνα με τη δική σας ανάλυση που συναντιέται και που αποκλίνει η κουλτούρας της πολιτικής βίας (εφόσον δέχεστε αυτόν τον όρο—κουλτούρα) με την Τρομοκρατία;

Σε μία χώρα με Δημοκρατία και απόλυτη ελευθερία έκφρασης, που η χώρα μας έχει από τις 24 Ιουλίου 1974, δεν μπορώ να δεχτώ οποιαδήποτε βία ως πολιτική. Η βία είναι βία, και οποιοδήποτε ιδεολογικό προκάλυμμα δεν τη σώζει από την ποινική σφαίρα.  Θα έλεγα και το αντίθετο μάλιστα, δηλαδή η βία που επικαλείται ιδεολογικό υπόβαθρο θα έπρεπε να έχει αυστηρότερες ποινές από το κοινό έγκλημα αφού τελικά έχει στόχο την κατάλυση του Συντάγματος. 


Ποια είναι η δική σας αποτίμηση για τη Μεταπολίτευση ως περίοδο.
Πως βλέπει τη Μεταπολίτευση ένα θύμα της Τρομοκρατίας;



Εδώ νομίζω ότι πρέπει να τελειώσουμε θετικά.  Δεν είμαστε ακόμα στο ιδεατό σημείο, αλλά τα πράγματα έχουν προχωρήσει. Πολιτική βία έχουμε αλλά νομίζω ότι αυτή ασκείται από ένα περιθώριο που δεν έχει πλέον καμία απήχηση στην κοινωνία. Επί πλέον οι διωκτικές αρχές έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν καλύτερα και ταχύτερα τυχόν εστίες τρομοκρατίας.

Επίσης να πω ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ευρέως ότι η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας είναι βαμμένη και με το αίμα των θυμάτων της τρομοκρατίας. Δεν νομίζω ότι αυτό έχει εμπεδωθεί από την κοινωνία.

 Όμως, η Προεδρία της Δημοκρατίας από το 2021 και ύστερα, καλεί στην δεξίωση της επετείου για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας την μητέρα του Θάνου Αξαρλιάν, την μητέρα του Παύλου Φύσσα και τον γιό του Νίκου Μομφερράτου, τιμώντας έτσι όλα τα θύματα της τρομοκρατίας. 

 

 

Αφιερώνουμε την πρωτοβουλία να δώσουμε βήμα στους συγγενείς των θυμάτων της Τρομοκρατίας στη μνήμη των θυμάτων της. Δημοσιεύουμε το θέμα σήμερα, 26 Σεπτεμβρίου, επέτειο της δολοφονίας του δημοσιογράφου και βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη.